- ἐρινῦν
- Ἐρινύςthe Erinysfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρινύν — Ἐρινύ̱ν , Ἐρινύς the Erinys fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινύν — ἐρινύ̱ν , Ἐρινύς the Erinys fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek